χαράτσι

χαράτσι
το / χαράτσιον, ΝΜ, και χαράτζι Ν
(κατά την τουρκοκρατία) κεφαλικός φόρος υποχρεωτικός για τους Ορθοδόξους
νεοελλ.
μτφ.
1. πρόστιμο
2. (κατ' επέκτ.) κάθε βαριά φορολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harac].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαράτσι — το (λ. τουρκ. από την αραβ.) 1. κεφαλικός φόρος στην περίοδο της τουρκοκρατίας: Για την απαλλαγή από τη στρατιωτική τους υπηρεσία οι Έλληνες πλήρωναν στους Τούρκους χαράτσι. 2. αναγκαστική εισφορά, πρόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Nikos Papazoglou — (griechisch Νίκος Παπάζογλου, * 20. März 1948 in Thessaloniki; † 17. April 2011 [1] ebenda) war ein griechischer Sänger und …   Deutsch Wikipedia

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Datos generales Nacimiento 20 de Marzo, 1948 Origen …   Wikipedia Español

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin …   Wikipedia

  • Níkos Papázoglou — Naissance 20 mars 1948 …   Wikipédia en Français

  • Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу …   Википедия

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • αχαράτσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν πληρώνει ή δεν πλήρωσε χαράτσι, αφορολόγητος 2. όποιος δεν υποβλήθηκε σε δαπάνη παρά τη θέλησή του …   Dictionary of Greek

  • γυφτοχαρατζής — ο (επί τουρκοκρατίας) ακόλουθος τών έφιππων φορολόγων (σπαχήδων), οι οποίοι γύριζαν τις επαρχίες για την είσπραξη τού κεφαλικού φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + χαρατζής «αυτός που εισέπραττε το χαράτσι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”